βυζασταρούδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βυζασταρούδι | τα | βυζασταρούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βυζασταρούδι | τα | βυζασταρούδια |
κλητική | βυζασταρούδι | βυζασταρούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυζασταρούδι < βυζαστάρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -ούδι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυζασταρούδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) βρέφος που θηλάζει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυζασταρούδι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούδι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)