γατόπορτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γατόπορτα θηλυκό
- ειδικό άνοιγμα σε πόρτα, μπαλκονόπορτα κ.α. που επιτρέπει σε μια γάτα να περάσει όταν αυτή είναι κλειστή