γαϊτανοφρύδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαϊτανοφρύδα | οι | γαϊτανοφρύδες |
γενική | της | γαϊτανοφρύδας | — | |
αιτιατική | τη | γαϊτανοφρύδα | τις | γαϊτανοφρύδες |
κλητική | γαϊτανοφρύδα | γαϊτανοφρύδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣai̯.ta.noˈfɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαϊ‐τα‐νο‐φρύ‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαϊτανοφρύδα θηλυκό (αρσενικό γαϊτανοφρύδης))
- (λαϊκότροπο) αυτή που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι, όμορφα και λεπτά
- άλλες μορφές: γαϊτανοφρυδούσα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις γαϊτανοφρύδης, γαϊτάνι και φρύδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαϊτανοφρύδα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γαϊτανοφρύδα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γαϊτανοφρύδης
- άλλες μορφές: γαϊτανοφρυδούσα
Πηγές[επεξεργασία]
- γαϊτανοφρύδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
→ και δείτε τη λέξη γαϊτανοφρύδης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)