γελαδάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γελαδάρης < αγελαδάρης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝe.laˈða.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐λα‐δά‐ρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γελαδάρης αρσενικό (θηλυκό γελαδάρισσα)
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του αγελαδάρης
- (πτηνό) είδος ερωδιού (Bubulcus ibis)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Γελαδάρης (επώνυμο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γελαδάρης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γελαδάρης
→ δείτε τη λέξη αγελαδάρης |
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- αγελαδάρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)