γιγατόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝi.ɣaˈto.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γι‐γα‐τό‐νος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιγατόνος αρσενικό
- (νεολογισμός) μονάδα μέτρησης της ισχύος έκρηξης μίας βόμβας
- ένα δισεκατομμύριο τόνοι
- ※ Η συνολική βιομάζα της Γης -δηλαδή το σύνολο της μάζας κάθε έμβιου οργανισμού- εκτιμάται σε περίπου 550 γιγατόνους άνθρακα, από τους οποίους οι 450 γιγατόνοι είναι η μάζα των φυτών και οι 70 γιγατόνοι η μάζα των βακτηρίων. («Απογραφή» της Γης: Μόνο το 0,01% της πλανητικής βιομάζας αποτελούν οι άνθρωποι, Η Καθημερινή, 22 Μαΐου 2018)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γιγα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)