γλαυκότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλαυκότητα < αρχαία ελληνική γλαυκότης < γλαυκός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλαυκότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του γλαυκού, το αστραφτερό γαλάζιο χρώμα
- ※ Η γαλήνια αύρα προσδίδει ζωντάνια στην γλαυκότητα του υπέρλαμπρου ουρανού.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλαυκότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)