γλύκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλύκας | οι | γλύκες |
γενική | του | γλύκα | — | |
αιτιατική | τον | γλύκα | τους | γλύκες |
κλητική | γλύκα | γλύκες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλύκας αρσενικό
- ο πολυαγαπημένος
- ο χαριτωμένος
- ↪ Μα τι ωραίος μπέμπης είν' αυτός! Δεν είναι γλύκας;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γλυκός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
της γλύκας θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)