γυψομάρμαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γυψομάρμαρο | τα | γυψομάρμαρα |
γενική | του | γυψομάρμαρου & γυψομαρμάρου |
των | γυψομάρμαρων & γυψομαρμάρων |
αιτιατική | το | γυψομάρμαρο | τα | γυψομάρμαρα |
κλητική | γυψομάρμαρο | γυψομάρμαρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυψομάρμαρο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυψομάρμαρο
|