δίπτερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | δίπτερα | ||
γενική | των | δίπτερων | ||
αιτιατική | τα | δίπτερα | ||
κλητική | δίπτερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίπτερα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίπτερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (εντομολογία) μεγάλη τάξη εντόμων που περιλαμβάνει πολλά είδη
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δίπτερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δίπτερος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)