δίπτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίπτερος < αρχαία ελληνική δίπτερος < δι- + πτερόν < πέτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)
Επίθετο[επεξεργασία]
δίπτερος
- που έχει δύο φτερά / πτερά
- (αρχιτεκτονική) που τον περιβάλλει διπλή σειρά κιόνων