δασκαλειό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δασκαλειό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δασκαλειό τα δασκαλειά
      γενική του δασκαλειού των δασκαλειών
    αιτιατική το δασκαλειό τα δασκαλειά
     κλητική δασκαλειό δασκαλειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασκαλειό < αρχαία ελληνική διδασκαλεῖον[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ða.skaˈʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐σκα‐λειό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δασκαλειό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.