δασμολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δασμολόγιο | τα | δασμολόγια |
γενική | του | δασμολόγιου & δασμολογίου |
των | δασμολόγιων & δασμολογίων |
αιτιατική | το | δασμολόγιο | τα | δασμολόγια |
κλητική | δασμολόγιο | δασμολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δασμολόγιο ουδέτερο
- επίσημος πίνακας που αναγράφονται τα διάφορα εμπορεύματα και δίπλα τον εισαγωγικό ή εξαγωγικό τους δασμό (φόρο για την εισόδου ή την έξοδο)
- το σύστημα δασμολόγησης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δασμολόγιο
|