δειγματοχώρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δειγματοχώρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δειγματοχώρος αρσενικό
- (μαθηματικά, θεωρία πιθανοτήτων) το σύνολο όλων των πιθανών απλών ενδεχομένων ενός πειράματος τύχης (παιχνιδιού/παιγνίου)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δειγματοχώρος