δεκαεφτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεκαεφτά < (ελληνιστική κοινή) δεκαεπτά

Αριθμητικό[επεξεργασία]

δεκαεφτά και δεκαεπτά

Παράγωγα[επεξεργασία]

αριθμητικά
απόλυτο: δεκαεφτά
ψηφίο: δεκαεφτάρι
τακτικό: δέκατος έβδομος
πολλαπλασιαστικό:  δεκαεφταπλός
αναλογικό: δεκαεφταπλάσιος
περιληπτικό: δεκαεφτάδα, δεκαεφταριά  
επίρρημα: δεκαεφτάκις
πρόθημα: δεκαεφτα-
 
χρονικά
λεπτά: δεκαεφτάλεπτο
ώρες: δεκαεφτάωρο
ημέρες: δεκαεφταήμερο
μήνες: δεκαεφτάμηνο
έτη: δεκαεφταετία
διάρκεια: δεκαεφταετής, δεκαεφταετές - δεκαεφτάχρονος, δεκαεφτάχρονη, δεκαεφτάχρονο  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. ουδέτερο: σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
  2. ουδέτερο: οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 17
  3. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ηλικία
    στα δεκαεφτά του μπάρκαρε
  4. θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ημερομηνία
    στις δεκαεφτά του μηνός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]