διαβουκολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαβουκολώ < ελληνιστική κοινή διαβουκολῶ / διαβουκολέω < δια- + βουκολώ < βουκόλος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.vu.koˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐βου‐κο‐λώ

Ρήμα[επεξεργασία]

διαβουκολώ, αόρ.: διαβουκόλησα, παθ.φωνή: διαβουκολούμαι, π.αόρ.: διαβουκολήθηκα, μτχ.π.π.: διαβουκολημένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)