διαδικτυογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαδικτυογραφία < διαδίκτυο + -γραφία (< βιβλιογραφία) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική webography)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαδικτυογραφία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαδικτυογραφία
|