διαλαλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλαλητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαλαλητής αρσενικό
- αυτός που διαλαλεί κάτι, συνήθως για να προωθήσει ένα προϊόν
- (ειδικότερα) που διασπείρει φήμες
- (ειδικότερα) που διαδίδει μυστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλαλητής
|