διαμαντικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðʝa.man.diˈko/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαμαντικό ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διαμάντι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμαντικό
|