διαυγάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαυγάζω < αρχαία ελληνική διαυγάζω ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) clarifier-clarifié)
Ρήμα
[επεξεργασία]διαυγάζω
- κάνω κάτι διαυγές, καθαρό
- απομακρύνω τα υπολείμματα από λίπη, ζωμούς και άλλα κατάλοιπα (με σουρωτήρι ή άλλα μέσα) και καθιστώ το υλικό διαυγές, καθαρό
- Πρώτα πρέπει να διαυγάσετε το βούτυρο. Κατά τη διαδικασία αυτή το βούτυρο χάνει περίπου το 20% του βάρους του, γι’ αυτό θα πρέπει να ξεκινήσετε με 300γρ., για να πάρετε στο τέλος 250γρ.
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαυγάζω | διαύγαζα | θα διαυγάζω | να διαυγάζω | διαυγάζοντας | |
β' ενικ. | διαυγάζεις | διαύγαζες | θα διαυγάζεις | να διαυγάζεις | διαύγαζε | |
γ' ενικ. | διαυγάζει | διαύγαζε | θα διαυγάζει | να διαυγάζει | ||
α' πληθ. | διαυγάζουμε | διαυγάζαμε | θα διαυγάζουμε | να διαυγάζουμε | ||
β' πληθ. | διαυγάζετε | διαυγάζατε | θα διαυγάζετε | να διαυγάζετε | διαυγάζετε | |
γ' πληθ. | διαυγάζουν(ε) | διαύγαζαν διαυγάζαν(ε) |
θα διαυγάζουν(ε) | να διαυγάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαύγασα | θα διαυγάσω | να διαυγάσω | διαυγάσει | ||
β' ενικ. | διαύγασες | θα διαυγάσεις | να διαυγάσεις | διαύγασε | ||
γ' ενικ. | διαύγασε | θα διαυγάσει | να διαυγάσει | |||
α' πληθ. | διαυγάσαμε | θα διαυγάσουμε | να διαυγάσουμε | |||
β' πληθ. | διαυγάσατε | θα διαυγάσετε | να διαυγάσετε | διαυγάστε | ||
γ' πληθ. | διαύγασαν διαυγάσαν(ε) |
θα διαυγάσουν(ε) | να διαυγάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαυγάσει | είχα διαυγάσει | θα έχω διαυγάσει | να έχω διαυγάσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαυγάσει | είχες διαυγάσει | θα έχεις διαυγάσει | να έχεις διαυγάσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαυγάσει | είχε διαυγάσει | θα έχει διαυγάσει | να έχει διαυγάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαυγάσει | είχαμε διαυγάσει | θα έχουμε διαυγάσει | να έχουμε διαυγάσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαυγάσει | είχατε διαυγάσει | θα έχετε διαυγάσει | να έχετε διαυγάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαυγάσει | είχαν διαυγάσει | θα έχουν διαυγάσει | να έχουν διαυγάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαυγάζομαι | διαυγαζόμουν(α) | θα διαυγάζομαι | να διαυγάζομαι | διαυγαζόμενος | |
β' ενικ. | διαυγάζεσαι | διαυγαζόσουν(α) | θα διαυγάζεσαι | να διαυγάζεσαι | (διαυγάζου) | |
γ' ενικ. | διαυγάζεται | διαυγαζόταν(ε) | θα διαυγάζεται | να διαυγάζεται | ||
α' πληθ. | διαυγαζόμαστε | διαυγαζόμαστε διαυγαζόμασταν |
θα διαυγαζόμαστε | να διαυγαζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαυγάζεστε | διαυγαζόσαστε διαυγαζόσασταν |
θα διαυγάζεστε | να διαυγάζεστε | (διαυγάζεστε) | |
γ' πληθ. | διαυγάζονται | διαυγάζονταν διαυγαζόντουσαν |
θα διαυγάζονται | να διαυγάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαυγάστηκα | θα διαυγαστώ | να διαυγαστώ | διαυγαστεί | ||
β' ενικ. | διαυγάστηκες | θα διαυγαστείς | να διαυγαστείς | διαυγάσου | ||
γ' ενικ. | διαυγάστηκε | θα διαυγαστεί | να διαυγαστεί | |||
α' πληθ. | διαυγαστήκαμε | θα διαυγαστούμε | να διαυγαστούμε | |||
β' πληθ. | διαυγαστήκατε | θα διαυγαστείτε | να διαυγαστείτε | διαυγαστείτε | ||
γ' πληθ. | διαυγάστηκαν διαυγαστήκαν(ε) |
θα διαυγαστούν(ε) | να διαυγαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαυγαστεί | είχα διαυγαστεί | θα έχω διαυγαστεί | να έχω διαυγαστεί | διαυγασμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαυγαστεί | είχες διαυγαστεί | θα έχεις διαυγαστεί | να έχεις διαυγαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαυγαστεί | είχε διαυγαστεί | θα έχει διαυγαστεί | να έχει διαυγαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαυγαστεί | είχαμε διαυγαστεί | θα έχουμε διαυγαστεί | να έχουμε διαυγαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαυγαστεί | είχατε διαυγαστεί | θα έχετε διαυγαστεί | να έχετε διαυγαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαυγαστεί | είχαν διαυγαστεί | θα έχουν διαυγαστεί | να έχουν διαυγαστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]διαυγάζω
- υποφώσκω, αρχίζω να ανατέλλω, γλυκοχαράζω
- λάμπω ανάμεσα
- είμαι διαυγής
- (μεταφορικά) είμαι φανερός, πασίδηλος