διπλοχαιρέτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διπλοχαιρέτισμα < διπλοχαιρετίζω / διπλοχαιρετώ + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διπλοχαιρέτισμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το αποτέλεσμα του διπλοχαιρετίζω / διπλοχαιρετώ, ο εγκάρδιος χαιρετισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διπλοχαιρέτισμα
|