δισκόφρενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δισκόφρενο ουδέτερο
- είδος φρένου για τροχούς το οποίο, βασικά, αποτελείται από ένα δίσκο που περιστρέφεται μαζί με τον τροχό και η επιβράδυνση γίνεται με μία δαγκάνα που επιδρά στον δίσκο
- τα δισκόφρενα είναι πιο ακριβά από τα ταμπούρα αλλά πιο ασφαλή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δισκόφρενο