εισοδηματίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εισοδηματίας οι εισοδηματίες
      γενική του/της εισοδηματία των εισοδηματιών
    αιτιατική τον/την εισοδηματία τους/τις εισοδηματίες
     κλητική εισοδηματία εισοδηματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισοδηματίας < εισόδημα + -ίας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εισοδηματίας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]