ενδοστρέφεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοστρέφεια < ενδοστρεφής + -εία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Introversion
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδοστρέφεια θηλυκό
- (ψυχολογία) η εσωστρέφεια
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενδοστρεφής
- → δείτε τις λέξεις ένδον και στρέφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοστρέφεια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)