ενστασιολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενστασιολογία οι ενστασιολογίες
      γενική της ενστασιολογίας των ενστασιολογιών
    αιτιατική την ενστασιολογία τις ενστασιολογίες
     κλητική ενστασιολογία ενστασιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενστασιολογία < ἔνστασι(ς) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενστασιολογία θηλυκό

  1. η συνεχής αμφισβήτηση
  2. (νομικός όρος) η συνεχής υποβολή ενστάσεων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]