εντολοδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εντολοδότης αρσενικό (θηλυκό: εντολοδότρια)
- αυτός που δίνει εντολή
εντολοδότης αρσενικό (θηλυκό: εντολοδότρια)