επιμαρτυρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμαρτυρία < αρχαία ελληνική ἐπιμαρτῠρία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιμαρτυρία θηλυκό
- (νομικός όρος) το αποτέλεσμα του επιμαρτυρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμαρτυρία
|