επιμετάλλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιμετάλλωση | οι | επιμεταλλώσεις |
γενική | της | επιμετάλλωσης* | των | επιμεταλλώσεων |
αιτιατική | την | επιμετάλλωση | τις | επιμεταλλώσεις |
κλητική | επιμετάλλωση | επιμεταλλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιμεταλλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμετάλλωση < επιμεταλλώνω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιμετάλλωση θηλυκό
- (χημεία) διεργασία με την οποία επενδύεται κάποιο αντικείμενο με λεπτό στρώμα μετάλλου συνήθως μέσω ηλεκτρόλυσης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επιμεταλλώνω και μέταλλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμετάλλωση
|