επιστημολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιστημολόγος < επιστημολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός). Αναλύεται σε επιστήμ(η) + -ο- + -λόγος. Δείτε επιστημολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιστημολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (φιλοσοφία) που ασχολείται με την επιστημολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιστημολόγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)