ερπυστριοφόρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερπυστριοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ερπυστριοφόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερπυστριοφόρο ουδέτερο
- το όχημα που φέρει ερπύστριες