Μετάβαση στο περιεχόμενο

ερπυστριοφόρος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερπυστριοφόρος η ερπυστριοφόρος
& ερπυστριοφόρα
το ερπυστριοφόρο
      γενική του ερπυστριοφόρου της ερπυστριοφόρου
& ερπυστριοφόρας
του ερπυστριοφόρου
    αιτιατική τον ερπυστριοφόρο την ερπυστριοφόρο
& ερπυστριοφόρα
το ερπυστριοφόρο
     κλητική ερπυστριοφόρε ερπυστριοφόρε
& ερπυστριοφόρα
ερπυστριοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερπυστριοφόροι οι ερπυστριοφόροι
& ερπυστριοφόρες
τα ερπυστριοφόρα
      γενική των ερπυστριοφόρων των ερπυστριοφόρων των ερπυστριοφόρων
    αιτιατική τους ερπυστριοφόρους τις ερπυστριοφόρους
& ερπυστριοφόρες
τα ερπυστριοφόρα
     κλητική ερπυστριοφόροι ερπυστριοφόροι
& ερπυστριοφόρες
ερπυστριοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ερπυστριοφόρος < ερπύστρι(α) + -ο- + -φόρος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ερπυστριοφόρος, -ος/-α, -ο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]