ευθύτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευθύτητα < ευθύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευθύτητα θηλυκό χωρίς πληθυντικό
- η ιδιότητα του να είναι κάποιος ευθύς
- η ευθύτητα της πορείας
- η ειλικρίνεια, η αμεσότητα
- μερικές φορές ξαφνιάζει η ευθύτητά σου