εφεύρημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφεύρημα < (ελληνιστική κοινή) ἐφεύρημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφεύρημα ουδέτερο
- η επινόηση κάποιας ανύπαρκτης δικαιολογίας ή προσχήματος, που ουσιαστικά δεν στέκει, με σκοπό την παραπλάνηση ή την αποφυγή κάποιας εργασίας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει την επινόηση ανύπαρκτων εννοιών από την εφεύρεση που αποτελεί πραγματική δημιουργία