θαλασσοκράτειρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλασσοκράτειρα οι θαλασσοκράτειρες
      γενική της θαλασσοκράτειρας των θαλασσοκράτειρων
    αιτιατική τη θαλασσοκράτειρα τις θαλασσοκράτειρες
     κλητική θαλασσοκράτειρα θαλασσοκράτειρες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλασσοκράτειρα < θηλυκό του θαλασσοκράτωρ < θάλασσα + κρατώ (εξουσιάζω) - βλέπε και αυτοκράτειρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαλασσοκράτειρα θηλυκό

  • κράτος, χώρα με μεγάλη και ισχυρή ναυτική δύναμη, που ελέγχει τους θαλάσσιους δρόμους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]