θείωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θείωση | οι | θειώσεις |
γενική | της | θείωσης* | των | θειώσεων |
αιτιατική | τη | θείωση | τις | θειώσεις |
κλητική | θείωση | θειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θείωση < θείο(ν) + -ωση, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sulfurisation[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θεί‐ω‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θείωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θείωση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ θείωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωση (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)