θεατρικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεατρικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του θεατρικού, το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν μια θεατρική παράσταση ή προσομοιάζουν σ’ αυτή
- ※ Η θεατρικότητα είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει συχνά τα ποιήματα του Καβάφη και γίνεται αντιληπτή όχι μόνο ως ένα εξωτερικό στοιχείο σκηνοθεσίας όσων διαδραματίζονται, αλλά κάποτε εντοπίζεται και στην ουσία του ποιήματος, χρωματίζοντας τις σκέψεις και τις πράξεις των προσώπων. Με τη θεατρικότητα ο Καβάφης επιτυγχάνει να δώσει ζωντάνια και παραστατικότητα στα ποιήματά του, προσελκύοντας ακόμη περισσότερο τον αναγνώστη, αλλά δεν αρκείται σε αυτό. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεατρικότητα
|