παραστατικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραστατικότητα < παραστατικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραστατικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του παραστατικού, που προσπαθεί να εκφράσει κάποια σκέψη ή συναίσθημα με ζωηρό και γλαφυρό ύφος
- ※ Η Ρόη μού είχε περιγράψει με τέτοια παραστατικότητα όσα είχε δει στη Σμύρνη, που, στιγμές-στιγμές, είχα την εντύπωση πως τα ’βλεπα με τα μάτια της. (Τάσος Αθανασιάδης (2002) Τα παιδιά της Νιόβης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραστατικότητα
|