θεμελίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεμελίωση οι θεμελιώσεις
      γενική της θεμελίωσης* των θεμελιώσεων
    αιτιατική τη θεμελίωση τις θεμελιώσεις
     κλητική θεμελίωση θεμελιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεμελιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεμελίωση < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θεμελίωσις[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θe.meˈli.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐με‐λί‐ω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεμελίωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]