θριαμβολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θριαμβολογία < θριαμβολογώ + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θριαμβολογία θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θριαμβολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θριαμβολογία