θρονιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θɾoˈɲa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρο‐νιά‐ζο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
θρονιάζομαι, πρτ.: θρονιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα θρονιαστώ, αόρ.: θρονιάστηκα, μτχ.π.π.: θρονιασμένος, (ενεργ.: θρονιάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος θρονιάζω κάθομαι κάπου βολικά και δεν εννοώ να φύγω
- Σήκω πάνω να μας βοηθήσεις! Τι μου θρονιάστηκες;
- ≈ συνώνυμα: στρογγυλοκάθομαι, δεν το κουνάω ρούπι, προφορικό: κατσικώνομαι, κάθομαι μπάστακας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρονιάζομαι
|