θρονιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρονιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρονιάζω < αρχαία ελληνική θρόνος + -ιάζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θɾoˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρο‐νιά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]θρονιάζω, αόρ.: θρόνιασα, παθ.φωνή: θρονιάζομαι, π.αόρ.: θρονιάστηκα, μτχ.π.π.: θρονιασμένος, συνήθως στην παθητική φωνή
- (μεταφορικά)[1] βολεύω κάποιον εγκαθιστώντας τον κάπου χωρίς την προοπτική να φύγει → δείτε τη λέξη θρονιάζομαι
- ⮡ κάθισε δίπλα μου στον καναπέ, μου θρόνιασε τον σκύλο από δίπλα που όλο με αγριοκοίταζε, και δεν τολμούσα να κουνηθώ
- σπανίως και αμετάβατο ※ Τρέχοντας η γυναίκα μου όλη τρομασμένη / Και μου λέγει: ο τοπάρχης θρόνιασε στο σπίτι / Και της παράγγειλε λουτρό να του ετοιμάσει (Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης, από: Schiller (Σίλλερ). Γουλιέλμος Τέλλος [έμμετρο θεατρικό έργο] books.google
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό, κυριολεκτικά[2]) καθίζω σε θρόνο, βάζω / τοποθετώ σε θρόνο
- (παρωχημένο) ενθρονίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θρονιάζω | θρόνιαζα | θα θρονιάζω | να θρονιάζω | θρονιάζοντας | |
β' ενικ. | θρονιάζεις | θρόνιαζες | θα θρονιάζεις | να θρονιάζεις | θρόνιαζε | |
γ' ενικ. | θρονιάζει | θρόνιαζε | θα θρονιάζει | να θρονιάζει | ||
α' πληθ. | θρονιάζουμε | θρονιάζαμε | θα θρονιάζουμε | να θρονιάζουμε | ||
β' πληθ. | θρονιάζετε | θρονιάζατε | θα θρονιάζετε | να θρονιάζετε | θρονιάζετε | |
γ' πληθ. | θρονιάζουν(ε) | θρόνιαζαν θρονιάζαν(ε) |
θα θρονιάζουν(ε) | να θρονιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θρόνιασα | θα θρονιάσω | να θρονιάσω | θρονιάσει | ||
β' ενικ. | θρόνιασες | θα θρονιάσεις | να θρονιάσεις | θρόνιασε | ||
γ' ενικ. | θρόνιασε | θα θρονιάσει | να θρονιάσει | |||
α' πληθ. | θρονιάσαμε | θα θρονιάσουμε | να θρονιάσουμε | |||
β' πληθ. | θρονιάσατε | θα θρονιάσετε | να θρονιάσετε | θρονιάστε | ||
γ' πληθ. | θρόνιασαν θρονιάσαν(ε) |
θα θρονιάσουν(ε) | να θρονιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θρονιάσει | είχα θρονιάσει | θα έχω θρονιάσει | να έχω θρονιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις θρονιάσει | είχες θρονιάσει | θα έχεις θρονιάσει | να έχεις θρονιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει θρονιάσει | είχε θρονιάσει | θα έχει θρονιάσει | να έχει θρονιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θρονιάσει | είχαμε θρονιάσει | θα έχουμε θρονιάσει | να έχουμε θρονιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε θρονιάσει | είχατε θρονιάσει | θα έχετε θρονιάσει | να έχετε θρονιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θρονιάσει | είχαν θρονιάσει | θα έχουν θρονιάσει | να έχουν θρονιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θρονιάζομαι | θρονιαζόμουν(α) | θα θρονιάζομαι | να θρονιάζομαι | ||
β' ενικ. | θρονιάζεσαι | θρονιαζόσουν(α) | θα θρονιάζεσαι | να θρονιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | θρονιάζεται | θρονιαζόταν(ε) | θα θρονιάζεται | να θρονιάζεται | ||
α' πληθ. | θρονιαζόμαστε | θρονιαζόμαστε θρονιαζόμασταν |
θα θρονιαζόμαστε | να θρονιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | θρονιάζεστε | θρονιαζόσαστε θρονιαζόσασταν |
θα θρονιάζεστε | να θρονιάζεστε | (θρονιάζεστε) | |
γ' πληθ. | θρονιάζονται | θρονιάζονταν θρονιαζόντουσαν |
θα θρονιάζονται | να θρονιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θρονιάστηκα | θα θρονιαστώ | να θρονιαστώ | θρονιαστεί | ||
β' ενικ. | θρονιάστηκες | θα θρονιαστείς | να θρονιαστείς | θρονιάσου | ||
γ' ενικ. | θρονιάστηκε | θα θρονιαστεί | να θρονιαστεί | |||
α' πληθ. | θρονιαστήκαμε | θα θρονιαστούμε | να θρονιαστούμε | |||
β' πληθ. | θρονιαστήκατε | θα θρονιαστείτε | να θρονιαστείτε | θρονιαστείτε | ||
γ' πληθ. | θρονιάστηκαν θρονιαστήκαν(ε) |
θα θρονιαστούν(ε) | να θρονιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θρονιαστεί | είχα θρονιαστεί | θα έχω θρονιαστεί | να έχω θρονιαστεί | θρονιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις θρονιαστεί | είχες θρονιαστεί | θα έχεις θρονιαστεί | να έχεις θρονιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει θρονιαστεί | είχε θρονιαστεί | θα έχει θρονιαστεί | να έχει θρονιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θρονιαστεί | είχαμε θρονιαστεί | θα έχουμε θρονιαστεί | να έχουμε θρονιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε θρονιαστεί | είχατε θρονιαστεί | θα έχετε θρονιαστεί | να έχετε θρονιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θρονιαστεί | είχαν θρονιαστεί | θα έχουν θρονιαστεί | να έχουν θρονιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι θρονιασμένος - είμαστε, είστε, είναι θρονιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν θρονιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν θρονιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι θρονιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι θρονιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι θρονιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι θρονιασμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ θρονιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιάζω (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)