ιεροδίκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιεροδίκης αρσενικό
- το μέλος ενός ιεροδικείου, ο δικαστής που δικάζει με βάση το θρησκευτικό νόμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιεροδίκης
|