κίτρινος τύπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κίτρινος τύπος | ||
γενική | του | κίτρινου τύπου | ||
αιτιατική | τον | κίτρινο τύπο | ||
κλητική | κίτρινε τύπε | |||
Ο πληθυντικός «κίτρινοι τύποι» δεν συνηθίζεται. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κίτρινος τύπος < κίτρινος & τύπος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική yellow press
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]κίτρινος τύπος αρσενικό στον ενικό
- εφημερίδα ή άλλο έντυπο που δημοσιεύει σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα, θεωρίες συνωμοσίας και ψέματα, προκειμένου ν' αυξήσει την κυκλοφορία της (του)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κίτρινος τύπος
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)