κακοήθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοήθεια < αρχαία ελληνική κακοήθεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοήθεια θηλυκό
- ο κακοήθης χαρακτήρας κάποιου
- εσκεμμένο ψεύδος με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων
- (ιατρική) ο κακοήθης (καρκινικός) χαρακτήρας ενός όγκου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοήθεια
|