καλλωπιστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλλωπιστήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλλωπιστήριο
|
καλλωπιστήριο ουδέτερο
|