καρικατουρίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | καρικατουρίστας | οι | καρικατουρίστες |
γενική | του/της | καρικατουρίστα | των | καρικατουριστών |
αιτιατική | τον/την | καρικατουρίστα | τους/τις | καρικατουρίστες |
κλητική | καρικατουρίστα | καρικατουρίστες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρικατουρίστας < ιταλική caricaturista + -ς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρικατουρίστας αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που σχεδιάζει καρικατούρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρικατουρίστας