καταπέτασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπέτασμα < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταπετάννυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταπέτασμα ουδέτερο
- διαχωριστικό χώρων, πχ κουρτίνα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τρώω το καταπέτασμα: τρώω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπέτασμα
|