κατονομασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατονομασία < κατονομάζω + -σία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατονομασία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατονομάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατονομασία
|