κεντίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεντίδι τα κεντίδια
      γενική του κεντιδιού των κεντιδιών
    αιτιατική το κεντίδι τα κεντίδια
     κλητική κεντίδι κεντίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεντίδι < κεντώ + -ίδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεντίδι ουδέτερο

  • διακοσμητικό σχέδιο που έχει γίνει με κέντημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]