κεραμιδόγατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεραμιδόγατος < κεραμίδ(ι) + -ό- + γάτος (που κυκλοφορούσε ελεύθερος στα κεραμίδια των σπιτιών)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεραμιδόγατος αρσενικό (θηλυκό κεραμιδόγατα)
- αδέσποτη γάτα
- (μεταφορικά) γάτα άγνωστης ράτσας
- (μεταφορικά) άντρας χωρίς μόνιμη σχέση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεραμιδόγατος
|