κλάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλάρα | οι | κλάρες |
γενική | της | κλάρας | των | (κλαρών) |
αιτιατική | την | κλάρα | τις | κλάρες |
κλητική | κλάρα | κλάρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλάρα < κλαρ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλάρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλάρα
|